Τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται ευρεία χρήση των κλιματιστικών, με κύριο σκοπό το περιβάλλον στο οποίο ζούμε και εργαζόμαστε να γίνει πιο άνετο, κυρίως από πλευράς θερμοκρασίας και υγρασίας. Η λειτουργία αυτή είναι ζωτικής σημασίας για ορισμένες ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, όπως ηλικιωμένοι, ασθενείς με καρδιαγγειακά και κυρίως αναπνευστικά προβλήματα.
Σήμερα η ρύπανση του αέρα των εσωτερικών χώρων – την οποία το Υπουργείο Περιβάλλοντος ορίζει ως την ύπαρξη στον αέρα των κλειστών χώρων φυσικών, χημικών και βιολογικών μολυσματικών παραγόντων, οι οποίοι δεν υπάρχουν φυσιολογικά στον εξωτερικό αέρα – αποτελεί ένα ολοένα εντονότερο πρόβλημα.
Ο αέρας των κλειστών χώρων εξαρτάται από την ποιότητα του αέρα του εξωτερικού περιβάλλοντος, στον οποίο προσθέτονται οι περαιτέρω ρυπογόνοι παράγοντες που υπάρχουν στο εσωτερικό των κτιρίων. Τα δεδομένα σχετικά με τη ρύπανση των εσωτερικών χώρων, δηλαδή με τη μόλυνση του αέρα των εσωτερικών χώρων, επιβεβαιώνουν ότι η ποιότητα του αέρα των κλειστών χώρων είναι από 2 έως 3 φορές χειρότερη από εκείνη του αέρα του εξωτερικού περιβάλλοντος.
O μη επαρκής εξαερισμός σε κλειστά κτίρια ή αίθουσες μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο ρινικό επιθήλιο και κατ’ επέκταση να δυσχεράνει την αναπνοή.
Επίσης έχει φανεί, πως η υπερβολική χρήση κλιματιστικών μπορεί να καταστρέψει σε μεγάλο βαθμό τον φυσιολογικό μηχανισμό φίλτρου της ρινικής αναπνοής.
Μέσα στους αεραγωγούς συναντούμε ενδοοικιακά αλλεργιογόνα και μικρόβια. Όταν δεν καθαρίζονται αποτελεσματικά, ειδικά όσα βρίσκονται σε κοινόχρηστους χώρους αποτελούν τον νούμερο ένα «ένοχο» για τη μετάδοση των περισσότερων ιών της γρίπης, συμπεριλαμβανομένου και του Η1Ν1. Σύμφωνα με τους ειδικούς, συσσωρεύουν παθογόνους μικροοργανισμούς από την αναπνοή και τον ιδρώτα και τους διαχέουν στην ατμόσφαιρα «ανακυκλωνοντας» τους.